- μετέφρασα
- μεταφράζωparaphraseaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… … Deutsch Wikipedia
μεταφράζω — μεταφράζω, μετέφρασα (σπάν. μετάφρασα) βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφράζω — μετάφρασα και μετέφρασα, μεταφράστηκα, μεταφρασμένος, μεταφέρω προφορικό λόγο ή γραπτό κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεταγλωττίζω: Μετάφρασε λάθος κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)